ζευγίτης

ζευγίτης
ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις)
γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ' όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.)
νεοελλ.
παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» — για φτωχούς που διαρκώς ελπίζουν να καλυτερέψει η τύχη τους
αρχ.
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με κάποιον άλλο κάτω απ' τον ίδιο ζυγό («ἡμίονοι ζευγῑται», Διόδ. Σικ.)
2. (για στρατιώτες) αυτός που έχει παραταχθεί μαζί με κάποιον άλλον στον ίδιο σχηματισμό
3. φρ. «κάλαμος ζευγίτης» — καλάμι από το οποίο κατασκεύαζαν τα επιστόμια τών διπλών αυλών
4. στον πληθ. οἱ ζευγῑται
η τρίτη από τις τέσσερεις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, η οποία περιλάμβανε όσους είχαν τη δυνατότητα να συντηρούν ζευγάρι βοδιών, σύμφωνα με τη νομοθεσία τού Σόλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. εθν-ίτης, κτην-ίτης, σμην-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζευγίτης — ζευγί̱της , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγίτης — ο 1. ζευγάς. 2. αυτός που στην αρχαία Αθήνα ανήκε στην τρίτη τάξη των πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζευγῖται — ζευγίτης yoked in pairs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγίτας — ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc acc pl ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • беда, коль пироги начнет печи сапожник{,} — А сапоги тачать пирожник. Крылов. Щука и Кот. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратуше в г. Готе. Ср. Ein predigender Schuster macht… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Беда, коль пироги начнет печи сапожник, А сапоги точать пирожник — Бѣда, коль пироги начнетъ печи сапожникъ, А сапоги точать пирожникъ. Крыловъ. Щука и Котъ. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратушѣ въ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Zeugite — Un zeugite (du grec ancien ζευγίτης / zeugítês) est, dans l Athènes antique, un membre de la troisième des classes censitaires soloniennes, celle des citoyens disposant de suffisamment d aisance pour acquérir un attelage de bœufs[1]. Cette… …   Wikipédia en Français

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ζευγίσιον — ζευγίσιον, τὸ (Α) [ζευγίτης] ο φόρος τών ζευγιτών …   Dictionary of Greek

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”